επίτακτος

επίτακτος
η , ο [ος , ον ] реквизированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επίτακτος" в других словарях:

  • επίτακτος — η, ο (Α ἐπίτακτος, ον) [επιτάσσω] νεοελλ. αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.) αρχ. 1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος,… …   Dictionary of Greek

  • επίτακτος — η, ο που επιτάχτηκε, ο επιταγμένος, που του έγινε επίταξη σε ώρα πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτακτόν — ἐπιτακτός masc/fem acc sg ἐπιτακτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτοί — ἐπιτακτός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτακτά — ἐπιτακτός neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάκτοις — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάκτου — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut gen sg ἐπιτάκτης commander masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάκτους — ἐπίτακτος enjoined masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάκτων — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτακτα — ἐπίτακτος enjoined neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του επιτάσσω), που έχει επιταχτεί, που του έχει γίνει επίταξη, ο επίτακτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»